church

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
church churches

Ετυμολογία

church < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chirche < αγγλοσαξονική ċiriċe < πρωτογερμανική kirikǭ < ελληνιστική κοινή κυριακόν < κυριακός αρχαία ελληνική κύριος

Ουσιαστικό

church (en)

  1. (χριστιανισμός) η εκκλησία, ο ναός
    They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
    Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
  2. (χριστιανισμός) εκκλησία, το σύνολο των πιστών ενός δόγματος
  3. (θρησκεία) θρησκευτική τελετή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.