canette

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  1. canette < cane
  2. canette < canne
  3. canette < της Γένοβας (άμεσο δάνειο) ιταλική cannetta (χρυσές και αργυρές κλωστές αυτής της πόλης)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
canette canettes

canette (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
canette canettes

canette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μπουκάλι
  2. μικρό μπουκάλι μπίρας με πορσελάνινο καπάκι που στερεώνεται με ελατήριο
  3. μικρό μεταλλικό κουτί για διάφορα ποτά

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
canette canettes

canette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη canard
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.