calibre
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.libʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| calibre | calibres |
calibre (fr) αρσενικό
- η εσωτερική διάμετρος ενός σωλήνα· η εσωτερική διάμετρος ενός όπλου, κανονιού...
- (τεχνολογία) συσκευή μέτρησης των διαστάσεων μηχανικών εξαρτημάτων
- (κατ’ επέκταση)
- μέγεθος ενός βλήματος
- μέγεθος ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) σπουδαιότητα, ένταση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.