calibre

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.libʁ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
calibre calibres

calibre (fr) αρσενικό

  1. η εσωτερική διάμετρος ενός σωλήνα· η εσωτερική διάμετρος ενός όπλου, κανονιού...
  2. (τεχνολογία) συσκευή μέτρησης των διαστάσεων μηχανικών εξαρτημάτων
  3. (κατ’ επέκταση)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.