butte
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
butte
<
θηλυκό
του
but
Προφορά
ομόηχο
:
but
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
butte
buttes
butte
(fr)
θηλυκό
(
σκοποβολή
)
στήριγμα
πάνω στο οποίο στερεώνεται ένας
στόχος
μικρός
τύμβος
(
γεωπονία
)
μικρός
σωρός
από
χώμα
που φτιάχνουμε στη βάση ενός
φυτού
(
γεωμορφολογία
) στενόλοφος, πυργόλοφος
(
αργκό
)
το
βήμα
πάνω στο οποίο εκτελείται κάποιος
{
γράφεται και
bute
)
Συγγενικά
buttage
butter
buttoir
Σύνθετα
butte-témoin
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.