γκελ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γκελ
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γκελ
ουδέτερο
άκλιτο
αναπήδημα
ενός
αντικειμένου
που πέφτει στο
έδαφος
Συγγενικά
γκέλα
γκελάρω
γκελάρισμα
Μεταφράσεις
γκελ
αγγλικά
:
bounce
(en)
γαλλικά
:
rebond
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.