blouse

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

blouse < (άμεσο δάνειο) γαλλική blouse

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
blouse blouses

blouse (en)

  1. (ενδυμασία) πουκαμίσα
  2. (ενδυμασία) κορσές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

blouse < αβέβαιου ετύμου

Σημειώσεις

Ίσως παράγωγο του bleu, τυπικό χρώμα των ενδυμάτων εργασίας → δείτε τη λέξη bleu de travail.
Ίσως ακόμη να προέρχεται από την αιγυπτιακή πόλη Πηλούσιο, στα λατινικά Pelusium, στα αραβικά Bilouz (Blouz). Από εκεί εξαγόταν το ινδικό, απ' όπου έβγαινε το λουλάκι, χρωστική ουσία που έδινε, ήδη τότε, αυτό το χρώμα στα ενδύματα εργασίας. Αυτή η ετυμολογία δεν θεωρείται σωστή.
Άλλες πηγές συνδέουν αυτή τη λέξη στο blousse.
Τέλος, σύμφωνα με άλλους, η λέξη έχει γερμανική προέλευση και ήρθε στα νέα γαλλικά μέσω των αρχαίων γαλλικών λέξεων blaude και bliaut.

Προφορά

ΔΦΑ : /bluz/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
blouse blouses

blouse (fr) θηλυκό

  1. (ενδυμασία) ένδυμα εργασίας που ανοίγει από μπροστά και φοριέται πάνω από τα άλλα ενδύματα
    les paysans et beaucoup d’ouvriers portent la blouse
    blouse de peintre, de sculpteur, de chirurgien, d’infirmier, etc.
  2. είδος γυναικείου κορσέ
  3. (παρωχημένο) κάθε μία από τις έξι τρύπες του τραπεζιού του μπιλιάρδου
  4. (παρωχημένο) αξεσουάρ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καλούπι

Παράγωγα

  • blousier

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • blaude
  • bliau

Υπώνυμα

  • sarrau

Αναγραμματισμοί

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.