blues

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

blues (en)

  1. (μουσική), (μουσικό είδος) (η, το, τα) μπλουζ
  2. μελαγχολία, κακοκεφιά, ακεφιές, μαύρες, τα κάτω μου, οι μαύρες μου

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

blues (en)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

blues < αγγλική

Προφορά

ΔΦΑ : /bluz/

Ουσιαστικό

blues (fr) αρσενικό

  1. η μπλουζ (μουσική)
  2. αργή τζαζ (μουσική)
     συνώνυμα: slow
  3. (οικείο) μελαγχολία, κακοκεφιά, ακεφιές, μαύρες
     συνώνυμα: spleen
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.