πέρκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέρκα οι πέρκες
      γενική της πέρκας των περκών
    αιτιατική την πέρκα τις πέρκες
     κλητική πέρκα πέρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέρκα < αρχαία ελληνική πέρκη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpeɾ.ka/

Ουσιαστικό

δύο πέρκες

πέρκα θηλυκό

  • ψάρι με πτερύγια σε χρώμα πορτοκαλί ή κόκκινο, σώμα πεπιεσμένο στις πλευρές, οι οποίες είναι πράσινες με σκουρόχρωμες κάθετες ραβδώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.