barrow
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία 1
- barrow < αγγλοσαξονική bearwe «καλάθι, φορείο, (κινητή) βάση για φέρετρο», γερμανικού ετύμου· συγγενές του: bear
Ετυμολογία 2
- barrow < αγγλοσαξονική barg, bearg, γερμανικού ετύμου
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| barrow | barrows |
barrow (en)
- (παρωχημένο) ο ευνουχισμένος/ανόρχις/άνορχις χοίρος
Ετυμολογία 3
- barrow < αγγλοσαξονική beorg, γερμανικού ετύμου, συγγενές του ολλανδικού berg, γερμανικά: Berg «λόφος, βουνό»
Αναφορές
- genus Sus] στο species.wikimedia.org
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.