en aval
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- en aval < aval
Επίρρημα
en aval (fr)
- προς το κάτω μέρος ενός ποταμού, προς το μέρος όπου κυλάει το νερό
- (μεταφορικά) (για μια διαδικασία) αργότερα, σε ένα στάδιο που έπεται του σταδίου για το οποίο γίνεται λόγος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.