attest
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | attest |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | attests |
| αόριστος | attested |
| παθητική μετοχή | attested |
| ενεργητική μετοχή | attesting |
Ρήμα
attest (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαρτυρώ, αποδεικνύω ότι κάτι ισχύει
- ↪ His success attests to his ability.
- Η επιτυχία του μαρτυρεί την ικανότητά του.
- ↪ His success attests to his ability.
- (μεταβατικό) βεβαιώνω, δηλώνω ότι πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι, για παράδειγμα στο δικαστήριο
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.