certify
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | certify |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | certifies |
| αόριστος | certified |
| παθητική μετοχή | certified |
| ενεργητική μετοχή | certifying |
Ρήμα
certify (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, δηλώνω επίσημα, ειδικά γραπτώς, ότι κάτι ισχύει
- (μεταβατικό) το να πιστοποιηθεί ότι μια υπηρεσία, ένα προϊόν, ένας οργανισμός ή ένα άτομο πληροί ένα επίσημο πρότυπο
- ↪ a certified educational qualification - πιστοποιημένη εκπαιδευτική επάρκεια
- ↪ certified bodies - πιστοποιημένοι φορείς
- (νομικός όρος) βεβαιώνω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος είναι παράφρων (= σοβαρά ψυχικά άρρωστος) σύμφωνα με το νόμο
- ↪ The doctor will certify that she is mentally ill.
- Ο γιατρός θα βεβαιώσει ότι είναι τρελή.
- ↪ The doctor will certify that she is mentally ill.
Συγγενικά
- certifiable
- certificate
- certification
- decertify
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.