aquaplaning
Αγγλικά (en)
Αναφορές
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| aquaplaning | aquaplanings |
Ουσιαστικό
aquaplaning (fr) αρσενικό
- (για αυτοκίνητα) το γλίστρημα σε επιφάνεια νερού επειδή τα λάστιχα χάνουν την προσκόλλησή τους στην άσφαλτο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.