Wort

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Wort die Wörter
γενική des Wortes
Worts
der Wörter
δοτική dem Wort
Worte
den Wörtern
αιτιατική das Wort die Wörter
Για τη σημασία «λέξη».

Ετυμολογία

Wort < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική wort < παλαιά άνω γερμανική wort [1] < πρωτογερμανική *wurða- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *u̯erdho- [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /vɔʁt/
 
 
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Wort die Worte
γενική des Worts
Wortes
der Worte
δοτική dem Wort
Worte
den Worten
αιτιατική das Wort die Worte
Για τη σημασία «λόγος», «γνωμικό», «απόφθεγμα».

Ουσιαστικό

Wort (de) ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) η λέξη
    Wie schreibt man dieses Wort?
    Πώς γράφεται αυτή η λέξη;
  2. ο λόγος, τα λόγια
    Ihre Worte tun mir weh.
    Τα λόγια της με πλήγωσαν.
  3. απόφθεγμα, γνωμικό
     συνώνυμα: Äußerung, Ausspruch, Zitat
  4. (μόνο στον ενικό) το δικαίωμα σε κάποιον να μιλήσει
    Ich gebe jetzt dem Bürgermeister das Wort.
    Απευθύνω τώρα τον λόγο στον δήμαρχο.
  5. (μόνο στον ενικό) προφορική υπόσχεση, εγγύηση
    Ich gebe dir mein Wort, ich werde ihn finden.
    Σου δίνω τον λόγο μου, θα τον βρω.
  6. (θεολογία) το θεϊκό μήνυμα, το κήρυγμα
    das Wort Gottes - ο λόγος του Θεού

Εκφράσεις

Παροιμίες

  • ein Bild sagt mehr als tausend Worte (μια εικόνα, χίλιες λέξεις)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Wort στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Wort - Duden online.
  2. Wort - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.