Sonnabend
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Sonnabend < μέση άνω γερμανική sunābent (και sunnenābent) < παλαιά άνω γερμανική sunnūnāband· πρβ κάτω σαξονική γλώσσα Sünnavend και δυτική φριζική γλώσσα snjoen, sneaun, sneon.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzɔˌnaːbənt/ & /ˈzɔnˌʔaːbənt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
Sonnabend (de) αρσενικό
- (ιδιωματικό, βόρεια Γερμανία, κεντροανατολική Γερμανία) Σάββατο· (κυριολεκτικά) το βράδυ πριν την Κυριακή, η παραμονή της Κυριακής, κατ’ επέκταση η ημέρα μεταξύ Παρασκευής και Κυριακής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.