Rum

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

Rum < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική روم (Rum)[1] < απώτατη αρχή: λατινική Roma

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾʋm/

Κύριο όνομα

Rum (en)

  1. (εθνικό όνομα) ο Ρωμιός, η Ρωμιά, Έλληνας/Ελληνίδα που έχει γεννηθεί στην Τουρκία (ή σε μια μουσουλμανική χώρα).
  2. ρωμαίικος, ελληνικός (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
    Rum lisesi - το ρωμαίικο λύκειο

Παράγωγα

Αναφορές

  1. σελ. 994 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Rum < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Rum αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.