Ρωμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρωμιά οι Ρωμιές
      γενική της Ρωμιάς των Ρωμιών
    αιτιατική τη Ρωμιά τις Ρωμιές
     κλητική Ρωμιά Ρωμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ρωμιά < Ρωμι(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈmɲa/

Κύριο όνομα

Ρωμιά θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ρωμιός
  2. γυναικείο όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.