Peneus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Peneus < (αρχαία ελληνική) Πηνειός
Κύριο όνομα
Peneus αρσενικό
- ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος (αδελφός των Ωκεανίδων)
- ο ποταμός Πηνειός της Θεσσαλίας
- ο ποταμός Πηνειός της Πελοποννήσου
Συγγενικά
- Pēnēis
- Pēnēĭus, -a, -um
- Pēnēus, -a, -um
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Peneus | |
| γενική | Peneī | |
| δοτική | Peneō | |
| αιτιατική | Peneum | |
| κλητική | Penee | |
| αφαιρετική | Peneō | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.