Οβίδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Οβίδιος | οι | Οβίδιοι |
| γενική | του | Οβιδίου & Οβίδιου |
των | Οβιδίων |
| αιτιατική | τον | Οβίδιο | τους | Οβιδίους & Οβίδιους |
| κλητική | Οβίδιε | Οβίδιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Οβίδιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Ovidius
Κύριο όνομα
Οβίδιος αρσενικό
-
Οβίδιος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.