Nacht
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | die | Nacht | die | Nächte |
| γενική | der | Nacht | der | Nächte |
| δοτική | der | Nacht | den | Nächten |
| αιτιατική | die | Nacht | die | Nächte |
Ετυμολογία
- Nacht < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική nacht < παλαιά άνω γερμανική naht < πρωτογερμανική *nahts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nókʷts
Προφορά
- ΔΦΑ : /naxt/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Nacht (de) θηλυκό
Εκφράσεις
- Tag und Nacht: μέρα νύχτα
- ↪ es ist Tag und Nacht auf - είναι ανοιχτά μέρα νύχτα (ολόκληρο το εικοσιτετράωρο)
- Gute Nacht: καληνύχτα
- ↪ Gute Nacht! Bis morgen. - Καληνύχτα! Τα λέμε αύριο.
Σύνθετα
-
Nacht στη γερμανική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.