KVM
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
| ενικός | πληθυντικός |
| KVM | KVMs |
KVM (en) αρκτικόλεξο
- (υλικό υπολογιστή) συντομογραφία για τις συσκευές εισαγωγής/εξαγωγής (I/O devices): Πληκτρολόγιο, Οθόνη και Ποντίκι
- KVM switch
-
KVM στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.