φατσοβιβλίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φατσοβιβλίο τα φατσοβιβλία
      γενική του φατσοβιβλίου των φατσοβιβλίων
    αιτιατική το φατσοβιβλίο τα φατσοβιβλία
     κλητική φατσοβιβλίο φατσοβιβλία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φατσοβιβλίο < φάτσ(α) + -ο- + βιβλίο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Facebook)

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.t͡so.viˈvli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φατσοβιβλίο

Ουσιαστικό

φατσοβιβλίο ουδέτερο

  • (διαδίκτυο, σκωπτικό) το Facebook
      Κάνω «αντ» όλα τα σχετικά «ρικουέστ» που φτάνουν στο φατσοβιβλίο μου και στέλνω «κόμεντς» αμυνόμενη με ανάποδα γκρίκλις. Ταυτόχρονα παρακολουθώ με φρίκη να σκάνε μύτη και τα πρώτα φωτογραφικά άλμπουμ μαυρόασπρων κοριτσιών με... μουστάκι, μαλλιά- χαίτη και ινδικά φορέματα με καθρεφτάκια. Έλεος. Αυτό το τελευταίο δεν πρόκειται να το ανεχτώ ούτε με σφαίρες και δηλώνω έτοιμη να κάνω «ριπόρτ» σε όποιον/α τολμήσει να με κάνει «ταγκ» σε τέτοια φάση, επάνω.
    Ρούλα Γεωργακοπούλου, ΚΑΠΗ ή Facebook;, Τα Νέα, 6 Απριλίου 2009

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.