trinôme

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

trinôme < (κληρονομημένο) μέση γαλλική trinôme κατά το binôme (μαρτυρείται από το 1554). Μορφολογικά αναλύεται σε tri- + -nôme. Για τη σημασία του -nôme από την αρχαία ελληνική ὄνυμα (όνομα), ή πιθανόν με γραφή -nome από το νομός (μέρος) ή νόμος δείτε binôme - ετυμολογία στο γαλλικό λεξικό CNRTL[1]

Ουσιαστικό

trinôme (fr) αρσενικό

Αναφορές

  1. binôme - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.