-φῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-φαωντ, -φαοντ- > -φῶντ
ονομαστική -φῶν οἱ -φῶντες
      γενική τοῦ -φῶντος τῶν -φώντων
      δοτική τῷ -φῶντ τοῖς -φῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -φῶντ τοὺς -φῶντᾰς
     κλητική ! -φῶν -φῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -φῶντε
γεν-δοτ τοῖν  -φώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-φῶν < -φάων, αβέβαιης σημασίας, πιθανόν «λαμπρός» όπως στο φάος / φώς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθημα

-φῶν αρσενικό

  • επίθημα συνηρημένων κυρίων ονομάτων διπλόθεμων ακατάληκτων (δεν έχουν -ς στο τέλος)
    ὁ Ξενοφαωντ- > ὁ Ξενοφῶν, τοῦ Ξενοφαοντ-ος > τοῦ Ξενοφῶντος

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φῶν στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Ανδρικά ονόματα με επίθημα -φῶν (αρχαία ελληνικά)
  • Λέξεις -φῶν @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές

  • «Ξενοφών» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.