Ξενοφῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ξενοφαωντ, Ξενοφαοντ- > Ἀντιφῶντ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ξενοφῶν | οἱ | Ξενοφῶντες | |
| γενική | τοῦ | Ξενοφῶντος | τῶν | Ξενοφώντων | |
| δοτική | τῷ | Ξενοφῶντῐ | τοῖς | Ξενοφῶσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | Ξενοφῶντᾰ | τοὺς | Ξενοφῶντᾰς | |
| κλητική ὦ! | Ξενοφῶν | Ξενοφῶντες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ξενοφῶντε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ξενοφώντοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Ξενοφῶν < ξενο- + -φῶν
Συγγενικά
- Ξενοφώντειος
Πηγές
- Ξενοφῶν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.