-ουλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ουλάκι τα -ουλάκια
      γενική
    αιτιατική το -ουλάκι τα -ουλάκια
     κλητική -ουλάκι -ουλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ουλάκι < υποκοριστικό επίθημα ούλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι (κατά δεύτερο υποκορισμό)

Προφορά

ΔΦΑ : /uˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ουλάκι

Επίθημα

-ουλάκι ουδέτερο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουλάκι στο Βικιλεξικό
  • Δεν ανήκουν στην Κατηγορία λέξεις με ουλ- στο θέμα, όπως πουλάκι (< πουλί)), λουλάκι

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ουλάκι < υποκοριστικό επίθημα ούλ(ιν) ή -ούλης + υποκοριστικό επίθημα -άκι (κατά δεύτερο υποκορισμό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Επίθημα

-ουλάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό για το σχηματισμό ουδέτερων υποκοριστικών ουσιαστικών ή επιρρημάτων
    δενδρούλιν > δενδρουλάκι / δεντρουλάκι
    κάμπος > καμπουλάκι
    μοναχούλης > μοναχουλάκι
    λιγούλι > λιγουλάκι

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ουλάκι στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.