-οβο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -οβο | τα | -οβα |
| γενική | του | -οβου & -όβου |
των | -οβων & -όβων |
| αιτιατική | το | -οβο | τα | -οβα |
| κλητική | -οβο | -οβα | ||
| Συνήθως στον ενικό. Οι λόγιοι τύποι με κατέβασμα του τόνου, -όβου, -όβων, για επίσημες ονομασίες τόπων. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -οβο < -ово, ουδέτερο του -ов, σλαβικής προέλευσης , επίθημα κτητικό ή πατρωνυμικό, και στο ουδέτερο, δηλωτικό τόπων όπως η ρωσική Иваново (Ιβάνοβο -του Ιβάν-, πόλη της Ρωσίας)
Επίθημα
-οβο ουδέτερο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -οβο στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- -οβα (θηλυκό)
- -οφ / -ωφ, -οβ (αρσενικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.