προστάτις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστάτις οι προστάτιδες
      γενική της προστάτιδος
(προστάτιδας)
των προστατίδων
(προστάτιδων)
    αιτιατική την προστάτιδα τις προστάτιδες
     κλητική προστάτι (προστάτις) προστάτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Δείτε και προστάτιδα στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστάτις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προστάτις

Ουσιαστικό

προστάτις θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.