-ίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίαση οι -ιάσεις
      γενική της -ίασης* των -ιάσεων
    αιτιατική τη(ν) -ίαση τις -ιάσεις
     κλητική -ίαση -ιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ίαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ίασις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αση

Επίθημα

-ίαση θηλυκό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ίαση στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.