ῥᾳθυμία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥᾳθυμί αἱ ῥᾳθυμίαι
      γενική τῆς ῥᾳθυμίᾱς τῶν ῥᾳθυμιῶν
      δοτική τῇ ῥᾳθυμί ταῖς ῥᾳθυμίαις
    αιτιατική τὴν ῥᾳθυμίᾱν τὰς ῥᾳθυμίᾱς
     κλητική ! ῥᾳθυμί ῥᾳθυμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥᾳθυμί
γεν-δοτ τοῖν  ῥᾳθυμίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥᾳθυμία < ῥᾳθυμέω

Ουσιαστικό

ῥᾳθυμία θηλυκό

  1. ο άνετος τρόπος ζωής
  2. η αδιαφορία
  3. η οκνηρία
  4. η ψυχαγωγία με την έννοια της διασκέδασης

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.