ῥᾳθυμέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥᾳθυμέω < ῥᾴθυμος + jω

Ρήμα

ῥᾳθυμέω- ῥᾳθυμῶ

  1. αμελώ
  2. είμαι άπρακτος
  3. είμαι αργόσχολος

Ρηματικοί τύποι

  • στους αττικούς απαντούν οι εξής (και συνήθως σύνθετοι):
  • ενεργητική φωνή: ῥᾳθυμέω, μέλλων, ῥᾳθυμήσω, αόριστος ἐρρᾳθύμησα, παρακείμενος ἐρρᾳθύμηκα
  • παθητική φωνή: η μετοχή παθ. παρακειμένου ἐρρᾳθυμημένα
  • παίρνει συλλαβική αύξηση ε αντί για αναδιπλασιασμό επειδή αρχίζει από ρ

Συγγενικά

Σύνθετα

  • καταρρᾳθυμέω (συνώνυμο του ῥᾳθυμῶ, αλλά πιο έντονο, χάνω κάτι από αμέλεια)
  • ἀπορρᾳθυμέω (παραμελώ από αδιαφορία ή δειλία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.