ῥᾳθυμέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ῥᾳθυμέω < ῥᾴθυμος + jω
Ρηματικοί τύποι
Σύνθετα
- καταρρᾳθυμέω (συνώνυμο του ῥᾳθυμῶ, αλλά πιο έντονο, χάνω κάτι από αμέλεια)
- ἀπορρᾳθυμέω (παραμελώ από αδιαφορία ή δειλία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.