ἐπιρρεπής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπιρρεπής | τὸ | ἐπιρρεπές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιρρεποῦς | τοῦ | ἐπιρρεποῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιρρεπεῖ | τῷ | ἐπιρρεπεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπιρρεπῆ | τὸ | ἐπιρρεπές | ||
| κλητική ὦ! | ἐπιρρεπές | ἐπιρρεπές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπιρρεπεῖς | τὰ | ἐπιρρεπῆ | ||
| γενική | τῶν | ἐπιρρεπῶν | τῶν | ἐπιρρεπῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιρρεπέσῐ(ν) | τοῖς | ἐπιρρεπέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιρρεπεῖς | τὰ | ἐπιρρεπῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπιρρεπεῖς | ἐπιρρεπῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιρρεπεῖ | τὼ | ἐπιρρεπεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιρρεποῖν | τοῖν | ἐπιρρεποῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐπιρρεπής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπι- + -ρρεπής < ῥέπω [1]
- Ή < αρχαία ελληνική ἐπιρρέπ(ω) + -ής
Επίθετο
ἐπιρρεπής, -ής, -ές
- (ελληνιστική κοινή) που ρέπει προς μια κατεύθυνση, που κλίνει προς μια μεριά
Παράγωγα
- ἐπιρρέπεια
- ἐπιρρεπῶς (επίρρημα, ἐπιρρεπέστερον
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐπιρρεπής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιρρεπής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.