ῥαπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥαπίς | αἱ | ῥαπίδες |
| γενική | τῆς | ῥαπίδος | τῶν | ῥαπίδων |
| δοτική | τῇ | ῥαπίδῐ | ταῖς | ῥαπίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ῥαπίδᾰ | τὰς | ῥαπίδᾰς |
| κλητική ὦ! | ῥαπίς* | ῥαπίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥαπίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥαπίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ῥαπίς < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανή σύνδεση με το ρήμα ῥαπίζω μέσω του συνθετικού -ρραπις (όπως ἐΰρραπις). Κατ' άλλη εκδοχή, συγγενές του ῥάβδος, αλλά η σημασία αυτή υπάρχει μόνον στον Ησύχιο και στον Φώτιο. Δείτε και ῥέπω, ῥάμνος [1]
- Δείτε το μεσαιωνικό και νεοελληνικό ραπίς για την εξέλιξη της σημασίας της λέξης.
Ουσιαστικό
ῥᾰπίς, -ίδος
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
- ῥαπίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.