ᾠδοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ᾠδοποιός | τὸ | ᾠδοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ᾠδοποιοῦ | τοῦ | ᾠδοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ᾠδοποιῷ | τῷ | ᾠδοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ᾠδοποιόν | τὸ | ᾠδοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | ᾠδοποιέ | ᾠδοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ᾠδοποιοί | τὰ | ᾠδοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ᾠδοποιῶν | τῶν | ᾠδοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ᾠδοποιοῖς | τοῖς | ᾠδοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ᾠδοποιούς | τὰ | ᾠδοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ᾠδοποιοί | ᾠδοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ᾠδοποιώ | τὼ | ᾠδοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ᾠδοποιοῖν | τοῖν | ᾠδοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ᾠδοποιός < αρχαία ελληνική ᾠδ(ή) + -ο- + -ποιός
Επίθετο
ᾠδοποιός, -ός, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που έχει συνθέσει ᾠδή
- (και ουσιαστικοποιημένο) (επάγγελμα) ο συνθέτης ᾠδής, άσματος
Πηγές
- ᾠδοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ᾠδοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.