Ὠκεανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ὠκεανός | οἱ | Ὠκεανοί |
| γενική | τοῦ | Ὠκεανοῦ | τῶν | Ὠκεανῶν |
| δοτική | τῷ | Ὠκεανῷ | τοῖς | Ὠκεανοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Ὠκεανόν | τοὺς | Ὠκεανούς |
| κλητική ὦ! | Ὠκεανέ | Ὠκεανοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὠκεανώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ὠκεανοῖν | ||
| Το θεωνύμιο, στον ενικό. Ο πληθυντικός, ελληνιστικός. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο «ωκεανός» σε χάρτη που απεικονίζει τον κόσμο σύμφωνα με τις αντιλήψεις του στωικού φιλόσοφου Ποσειδώνιου.
Ετυμολογία
- Ὠκεανός < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Ὠκεανός αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο γιος του Ουρανού και της Ρέας
- ανδρικό όνομα
- (γεωγραφία)
- (αρχικά) η υδάτινη περίμετρος της γης με τη μορφή ποταμού
- (ελληνιστική σημασία) η λέξη πήρε τη σημερινή έννοια, της αχανούς θαλάσσιας περιοχής, προσδιοριζόμενης ως «εξωτερικής» θάλασσας που περιέβρεχε όλη τη γη σε αντιδιαστολή προς την «εσωτερική», τη Μεσόγειο
- ↪ Ὠκεάνω γᾶς τ᾽ ἀπὺ περράτων
- ↪ τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι ἃς περιρρεῖν κύκλῳ τὸν Ὠκεανόν (Χρειάζεται στοιχεία)
- και στον πληθυντικό, και με πεζό αρχικό γράμμα: @scaife.perseus
- για προφορικές και μεταφορικές εκφράσεις → δείτε ὠκεανός
Πηγές
- Ὠκεανός, ὠκεανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.