ὠφέλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠφέλησῐς αἱ ὠφελήσεις
      γενική τῆς ὠφελήσεως τῶν ὠφελήσεων
      δοτική τῇ ὠφελήσει ταῖς ὠφελήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὠφέλησῐν τὰς ὠφελήσεις
     κλητική ! ὠφέλησῐ ὠφελήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠφελήσει
γεν-δοτ τοῖν  ὠφελησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὠφέλησις <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ὠφέλησις θηλυκό

  1. η βοήθεια
  2. η ωφέλεια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.