ὑψαύχην

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ὑψαύχην < ὕψι + αὐχήν

Ουσιαστικό

ὑψαύχην, -ενος αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο

  1. που περπατάει κορδωμένος
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαῖδρος, 253d @scaife.perseus
    τῶν δὲ δὴ ἵππων ὁ μέν, φαμέν, ἀγαθός, ὁ δʼ οὔ· ἀρετὴ δὲ τίς τοῦ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ κακία, οὐ διείπομεν, νῦν δὲ λεκτέον. ὁ μὲν τοίνυν αὐτοῖν ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὢν τό τε εἶδος ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος, ὑψαύχην, ἐπίγρυπος, λευκὸς ἰδεῖν, μελανόμματος,
  2. (μεταφορικά) μεγαλοπρεπής, πανύψηλος, επιβλητικός
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1061 (1059-1062)
    Ὦ ξέν᾽, οὗ μὲν ἕσταμεν | οὐκ ἐξικνοῦμαι μανιάδων ὄσσοις νόσων· | ὄχθων δ᾽ ἔπ᾽ ἀμβὰς ἐς ἐλάτην ὑψαύχενα | ἴδοιμ᾽ ἂν ὀρθῶς μαινάδων αἰσχρουργίαν.
    «Ξένε, από εδώ που στεκόμαστε | το βλέμμα μου δεν φτάνει τις ψευτομαινάδες. | Αν όμως ανεβώ πάνω στο ύψωμα, αν σκαρφαλώσω στον υψηλό αυχένα ενός ελάτου, | θα δω καλά τα αίσχη των μαινάδων.»
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  3. (με ηθική έννοια) αγέρωχος, περήφανος, υπεροπτικός, αλαζόνας
     συνώνυμα: ὑψαύχενος

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ὑψαυχενέω, ὑψαυχενίζω και ὑψαυχέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.