ὑπονοούμενος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑπονοούμενος ὑπονοουμένη τὸ ὑπονοούμενον
      γενική τοῦ ὑπονοουμένου τῆς ὑπονοουμένης τοῦ ὑπονοουμένου
      δοτική τῷ ὑπονοουμέν τῇ ὑπονοουμέν τῷ ὑπονοουμέν
    αιτιατική τὸν ὑπονοούμενον τὴν ὑπονοουμένην τὸ ὑπονοούμενον
     κλητική ! ὑπονοούμενε ὑπονοουμένη ὑπονοούμενον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπονοούμενοι αἱ ὑπονοούμεναι τὰ ὑπονοούμεν
      γενική τῶν ὑπονοουμένων τῶν ὑπονοουμένων τῶν ὑπονοουμένων
      δοτική τοῖς ὑπονοουμένοις ταῖς ὑπονοουμέναις τοῖς ὑπονοουμένοις
    αιτιατική τοὺς ὑπονοουμένους τὰς ὑπονοουμένᾱς τὰ ὑπονοούμεν
     κλητική ! ὑπονοούμενοι ὑπονοούμεναι ὑπονοούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπονοουμένω τὼ ὑπονοουμέν τὼ ὑπονοουμένω
      γεν-δοτ τοῖν ὑπονοουμένοιν τοῖν ὑπονοουμέναιν τοῖν ὑπονοουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ὑπονοούμενος, -η, -ον

  • συνηρημένη μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπονοέω
      Aποθανόντος οὖν ἐν τῷ μεταξὺ τοῦ νεανίσκου τὰ βιβλία παρά τισιν ἦν, ὑπονοούμενα τῆς ἐμῆς ἕξεως εἶναι, καί τις ἠλέγχθη προοίμιόν τι τεθεικὼς αὐτοῖς εἶτ' ἀναγιγνώσκων ὡς ἴδια. (Γαληνός, Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων, 19.17.8–12)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.