Ὀλυμπιάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὀλυμπιάς αἱ Ὀλυμπιάδες
      γενική τῆς Ὀλυμπιάδος τῶν Ὀλυμπιάδων
      δοτική τῇ Ὀλυμπιάδ ταῖς Ὀλυμπιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ὀλυμπιάδ τὰς Ὀλυμπιάδᾰς
     κλητική ! Ὀλυμπιάς Ὀλυμπιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλυμπιάδε
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλυμπιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὀλυμπιάς < θηλυκό του Ὀλύμπιος < Ὄλυμπος

Κύριο όνομα

Ὀλυμπιάς θηλυκό

  1. (γενικότερα) κάτοικος του Ολύμπου, θεά
  2. (αθλητισμός) Ολυμπιακοί Αγώνες
  3. ολυμπιάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.