ὁδοιπορία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁδοιπορί αἱ ὁδοιπορίαι
      γενική τῆς ὁδοιπορίᾱς τῶν ὁδοιποριῶν
      δοτική τῇ ὁδοιπορί ταῖς ὁδοιπορίαις
    αιτιατική τὴν ὁδοιπορίᾱν τὰς ὁδοιπορίᾱς
     κλητική ! ὁδοιπορί ὁδοιπορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁδοιπορί
γεν-δοτ τοῖν  ὁδοιπορίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὁδοιπορία < ὁδοιπόρος < ὁδός + πόρος

Ουσιαστικό

ὁδοιπορία θηλυκό

  1. οδοιπορία, πεζοπορία
  2. ταξίδι διά ξηράς
  3. αντοχή κατά την πεζοπορία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.