ὀλιγόθριξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὀλιγοθρῐχ- ὀλιγoτρῐχ-
ονομαστική / ὀλιγόθριξ οἱ/αἱ ὀλιγότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὀλιγότριχος τῶν ὀλιγοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὀλιγότριχ τοῖς/ταῖς ὀλιγότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀλιγότριχ τοὺς/τὰς ὀλιγότριχᾰς
     κλητική ! ὀλιγόθριξ ὀλιγότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλιγότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀλιγοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀλιγόθριξ (ελληνιστική κοινή) < ὀλιγ(ος) + -ό- + -θριξ

Ουσιαστικό

ὀλιγόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.