ἵδρυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἵδρυσῐς | αἱ | ἱδρύσεις |
| γενική | τῆς | ἱδρύσεως | τῶν | ἱδρύσεων |
| δοτική | τῇ | ἱδρύσει | ταῖς | ἱδρύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἵδρυσῐν | τὰς | ἱδρύσεις |
| κλητική ὦ! | ἵδρυσῐ | ἱδρύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱδρύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱδρυσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἵδρυσις < ἱδρύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
ἵδρυσις [ῡ] θηλυκό
Πηγές
- ἵδρυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵδρυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.