ἴγδισμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἴγδισμᾰ τὰ ἰγδίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἰγδίσμᾰτος τῶν ἰγδισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἰγδίσμᾰτ τοῖς ἰγδίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἴγδισμᾰ τὰ ἰγδίσμᾰτ
     κλητική ! ἴγδισμᾰ ἰγδίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰγδίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἴγδισμα < *ἰγδίζ, ἰγδισ- + -μα

Ουσιαστικό

ἴγδισμα ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή)
    1. κοπάνημα
    2. (χορός) είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.