ἱερεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἱερεύω < ἱερεύς +

Ρήμα

ἱερεύω

  1. είμαι ιερέας, είμαι ιέρεια.
  2. θυσιάζω σε θεό, ή θεούς

Παράγωγα

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • καθιερεύω
  • προθιερεύω

Σημειώσεις

  • το ρήμα ἱερεύω απαντάται μόνο σε ενεστώτα και μέλλοντα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι, πρόκειται για ομηρική λέξη που αναφέρεται στην Ιλιάδα (Χ 151).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.