ἡρωϊσμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡρωϊσμός οἱ ἡρωϊσμοί
      γενική τοῦ ἡρωϊσμοῦ τῶν ἡρωϊσμῶν
      δοτική τῷ ἡρωϊσμ τοῖς ἡρωϊσμοῖς
    αιτιατική τὸν ἡρωϊσμόν τοὺς ἡρωϊσμούς
     κλητική ! ἡρωϊσμέ ἡρωϊσμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡρωϊσμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἡρωϊσμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡρωϊσμός < ἡρωίζω + -μός < ἥρως

Ουσιαστικό

ἡρωϊσμός αρσενικό

Συγγενικά

  • ἡρωίζω
  • ἡρώϊσσα
  • ἡρωϊστής
  •  δείτε τη λέξη ἥρως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.