ἡδύτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡδῠτητ-
ονομαστική ἡδύτης αἱ ἡδύτητες
      γενική τῆς ἡδύτητος τῶν ἡδυτήτων
      δοτική τῇ ἡδύτητ ταῖς ἡδύτησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἡδύτητ τὰς ἡδύτητᾰς
     κλητική ! ἡδύτης ἡδύτητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡδύτητε
γεν-δοτ τοῖν  ἡδυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡδύτης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἡδύ(ς) + -της

Ουσιαστικό

ἡδύτης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.