ἡγεμών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡγεμων-, ἡγεμον-
ονομαστική ἡγεμών οἱ ἡγεμόνες
      γενική τοῦ ἡγεμόνος τῶν ἡγεμόνων
      δοτική τῷ ἡγεμόν τοῖς ἡγεμόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἡγεμόν τοὺς ἡγεμόνᾰς
     κλητική ! ἡγεμών ἡγεμόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡγεμόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἡγεμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡγεμών < ἡγέομαι

Ουσιαστικό

ἡγεμών, -όνος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.