ἡγεμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἡγεμων-, ἡγεμον- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἡγεμών | οἱ | ἡγεμόνες | |
| γενική | τοῦ | ἡγεμόνος | τῶν | ἡγεμόνων | |
| δοτική | τῷ | ἡγεμόνῐ | τοῖς | ἡγεμόσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ἡγεμόνᾰ | τοὺς | ἡγεμόνᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἡγεμών | ἡγεμόνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡγεμόνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡγεμόνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἡγεμών < ἡγέομαι
Συγγενικά
- ἡγέομαι
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἡγεμών - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἡγεμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡγεμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.