Ἐρετριακός

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἐρετριακός Ἐρετριακή τὸ Ἐρετριακόν
      γενική τοῦ Ἐρετριακοῦ τῆς Ἐρετριακῆς τοῦ Ἐρετριακοῦ
      δοτική τῷ Ἐρετριακ τῇ Ἐρετριακ τῷ Ἐρετριακ
    αιτιατική τὸν Ἐρετριακόν τὴν Ἐρετριακήν τὸ Ἐρετριακόν
     κλητική ! Ἐρετριακέ Ἐρετριακή Ἐρετριακόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἐρετριακοί αἱ Ἐρετριακαί τὰ Ἐρετριακᾰ́
      γενική τῶν Ἐρετριακῶν τῶν Ἐρετριακῶν τῶν Ἐρετριακῶν
      δοτική τοῖς Ἐρετριακοῖς ταῖς Ἐρετριακαῖς τοῖς Ἐρετριακοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἐρετριακούς τὰς Ἐρετριακᾱ́ς τὰ Ἐρετριακᾰ́
     κλητική ! Ἐρετριακοί Ἐρετριακαί Ἐρετριακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἐρετριακώ τὼ Ἐρετριακᾱ́ τὼ Ἐρετριακώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἐρετριακοῖν τοῖν Ἐρετριακαῖν τοῖν Ἐρετριακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Ἐρετριακός < αρχαία ελληνική Ἐρέτρι(α) + -ακός

Επίθετο

Ἐρετριακός, -ή, -όν

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.