κωλόντερον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κωλόντερον < κωλό- + ἔντερο(ν). Δείτε και το νεοελληνικό κωλάντερο.
- κωλέντερο (11ος αιώνας)
Συγγενικά
- κοιλάντερα (ουδέτερο πληθυντικός)
- → και δείτε τη λέξη ἔντερο
- ελληνιστική κοινή: ἀρχέντερον (4ος αιώνας)
Πηγές
- κωλόντερον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.