ἔκθλιψις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔκθλιψῐς αἱ ἐκθλίψεις
      γενική τῆς ἐκθλίψεως τῶν ἐκθλίψεων
      δοτική τῇ ἐκθλίψει ταῖς ἐκθλίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔκθλιψῐν τὰς ἐκθλίψεις
     κλητική ! ἔκθλιψῐ ἐκθλίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκθλίψει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκθλιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἔκθλιψις < ἐκθλίβω < ἐκ + θλίβω (πιέζω κάτι και το σπάω)

Ουσιαστικό

ἔκθλιψις θηλυκό

  1. έκθλιψη, πίεση για να βγει ο χυμός
  2. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η έκθλιψη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.